Το ακορντεόν με κουμπιά, σαν ένα μουσικό κουτί με φυσούνα και γλωσσίδες που ταλαντώνονται μέσω του αέρα που περνάει από αυτές, είναι ένα όργανο με τεράστια ποικιλία σχημάτων, μεγεθών και λειτουργιών σήμερα. Η ιστορία των συγγενών του αερόφωνων οργάνων με γλωσσίδες χρονολογείται πίσω στα 2500 π. Χ. τόσο στο αρχαίο κινέζικο sheng, όσο και στην Ύδραυλι του Κτησίβιου, η οποία ωστόσο, όπως φανερώνει και το όνομα λειτουργούσε με νερό αντί για αέρα. Ωστόσο, η μορφή που αποτέλεσε τη βάση αυτού που γνωρίζουμε σήμερα, κατασκευάστηκε –απ’ ότι γνωρίζουμε επίσημα- μόλις το 1822 από τον Christian Friedrich Ludwig Buschmann στο Βερολίνο. Το όργανο αυτό ονομάστηκε από τον κατασκευαστή του Αιολίνη Χειρός (Handӓoline). Αυτός που χρησιμοποίησε τη πατένταρε για πρώτη φορά τη λέξη accordion, ήταν ένας βιεννέζος οργανοποιός ο Cyrillus Damian το 1829 στην Αγγλία. Έκτοτε, και μέσα σε έναν αιώνα, το ακορντεόν γνωρίζει ραγδαία εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη. Την ίδια περίπου εποχή κατασκευάζεται το bandoneon (1840) καθώς και η concertina (1829).
Η αρμόνικα είναι αερόφωνο όργανο με μεταλλικές ελεύθερες γλωσσίδες, χειροκίνητη φυσούνα και κουμπάκια στο δεξί χέρι, πρόγονος του ακορντεόν και ανήκει στην οικογένεια των διατονικών ακορντεόν. Είναι όργανο που, όπως και το ακορντεόν, παρουσιάζει μεγάλη ποικιλομορφία. Ήρθε στην Ελλάδα κυρίως από Μικρασιάτες πρόσφυγες και έγινε γνωστό με διάφορες ονομασίες (φύσα, φυσαρμόνικα, μισοφωνία ή μεσοφωνία, πολίτικη αρμόνικα κλπ), που αντιπροσωπεύουν παρόμοια ή και διαφορετικά όργανα. Η αρμόνικα χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο Σμυρναίικο και το ρεμπέτικο από λαϊκούς οργανοπαίχτες, στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αθήνα, από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Εγκαταλείφθηκε όταν τελικά την αντικατέστησε το ακορντεόν και σήμερα η αρμόνικα είναι πλέον σχεδόν άγνωστο όργανο στην Ελλάδα. Σε άλλες χώρες όμως (Αυστρία, Σλοβενία, Ιταλία, Πορτογαλία κ.α.) συνεχίζει να είναι δημοφιλές και να χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική.
Οι Έλληνες λαϊκοί οργανοπαίχτες της αρμόνικας ανέπτυξαν ιδιαίτερη τεχνική, διαφορετική από τη δυτικοευρωπαϊκή. Έπαιζαν πολύ δεξιοτεχνικά και μονοφωνικά τη μελωδία, χωρίς αλλαγές ηχοχρώματος (ρετζίστρα) και συνήθως χωρίς συνοδεία με μπάσα και συγχορδίες. Πολλές φορές αντικαθιστούσαν το βιολί ή σπανιότερα έπαιζαν μαζί μ’ αυτό και το παίξιμό τους έμοιαζε με το παίξιμο του βιολιού. Προφανώς χρησιμοποιούσαν αρμόνικες με περισσότερες από μία σειρές κουμπιών, με δυνατότητα για χρωματική κλίμακα.
Το ακορντεόν είναι λαϊκό όργανο και χρησιμοποιείται στη λαϊκή μουσική πολλών χωρών. Ο τύπος του ακορντεόν που επικράτησε αποκλειστικά στην Ελλάδα από το 1930 είναι αυτός με πλήκτρα σαν του πιάνου στο δεξί χέρι. Αν και συγκερασμένο, δυτικοευρωπαϊκής προέλευσης όργανο, κατάφερε, χάρη σε ιδιαίτερες τεχνικές και μελίσματα που ανέπτυξαν οι λαϊκοί ακορντεονίστες, να ενσωματωθεί στη λαϊκή μας παράδοση και να συμπράξει άνετα ακόμα και με ασυγκέραστα όργανα. Ήταν ένα από τα όργανα της ρεμπέτικης και της λαϊκής ορχήστρας, του Μάρκου Βαμβακάρη, του Χατζηχρήστου, του Παπαϊωάννου, του Τσιτσάνη κ.ά. Αντικαταστάθηκε παροδικά από τη «μόδα» του ηλεκτρονικού «αρμονίου», αλλά ήδη η δημοτικότητά του ανεβαίνει και έχει αρχίσει να επανέρχεται στις ρεμπέτικες κομπανίες.
Λαϊκοί δεξιοτέχνες της αρμόνικας και του ακορντεόν. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα σπουδαίοι λαϊκοί δεξιοτέχνες της αρμόνικας και στη συνέχεια του ακορντεόν, πλούτιζαν τα παραδοσιακά, τα σμυρναίικα, τα ρεμπέτικα και τα λαϊκά με τον ιδιαίτερο ήχο του οργάνου τους.